Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεστός, επίθ.
-
- 1) Πλήρης, γεμάτος:
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 345)·
- (μεταφ.):
- (Δούκ. 40322), (Διγ. Gr. 359).
- 2) Ώριμος, ηλικιωμένος:
- ο γαμπρός … μεστός είναι και τω χρονώ ντου (Στάθ. Ά 59)·
- (ειρων.):
- Χαίρου, … γραία μεστή (Σπανός Β 71).
- 3) (Προκ. για καρπό) ώριμος, μεστωμένος, γινωμένος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [427]).
- 4) Συμπαγής, στερεός:
- πύργοι μεστοί εραγίσαν (Σκλάβ. 23).
[αρχ. επίθ. μεστός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πλήρης, γεμάτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεστός -ή -ό [mestós] Ε1 : 1. που είναι μεστωμένος: Mεστά στάχυα. 2. που είναι πλήρης, χωρίς ελλείψεις: ~ λόγος. || (λόγ., με γεν.) πλήρης, με στοιχεία που προσδίδουν επάρκεια ή άλλες θετικές ιδιότητες: Kείμενο μεστό νοημάτων.
[1: αρχ. μεστός· 2: λόγ. < αρχ. μεστός]