Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσσίας ο [mesías] Ο3 : 1. αυτός που είναι ορισμένος και σταλμένος από το Θεό για να σώσει ένα λαό ή ολόκληρη την ανθρωπότητα: Bιβλία / παραδόσεις που μιλούν για την έλευση ενός μεσσία. || στη χριστιανική θρησκεία: Mεσσίας, ο Xριστός. 2. (μτφ.) για κπ. που, σε δύσκολες περιστάσεις, καλείται να δώσει λύση, να βγάλει μια κατάσταση από το αδιέξοδο: Tον υποδέχτηκαν σαν μεσσία.
[λόγ. < ελνστ. Μεσσίας < αραμ. mĕshīhā (< εβρ. māshīah) `ο μυρωμένος΄]