Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσουράνημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσουράνημα το [mesuránima] Ο49 : το αποτέλεσμα του μεσουρανώ: Tο ~ του ήλιου / της δόξας / της καριέρας κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. μεσουράνημα]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσουράνημα το.
  • Το να βρίσκεται (ένα ουράνιο σώμα) στη μέση του ουρανού· τα μεσούρανα:
    • του ηλίου όντος εν μεσουρανήματι (Δούκ. 9318· 414).

[μτγν. ουσ. μεσουράνημα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες