Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσοπρόθεσμος -η -ο [mesopróθezmos] Ε5 : που έχει μέση χρονική διάρκεια, που λήγει ύστερα από σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα: Mεσοπρόθεσμα δάνεια / συμφέροντα.
μεσοπρόθεσμα & (λόγ.) μεσοπροθέσμως ΕΠIΡΡ: Tα μέτρα που πάρθηκαν θα τονώσουν ~ μόνο την αγορά. [λόγ. μεσο- 1 + προθεσμ(ία) -ος· λόγ. μεσοπρόθεσμ(ος) -ως]