Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσοπάτωμα το [mesopátoma] Ο49 : όροφος, συνήθ. χαμηλοτάβανος και χωρίς μπαλκόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο· ημιώροφος.
[λόγ. μεσο- 1 + πάτωμα μτφρδ. ιταλ. mezzanino ή γερμ. Zwischengeschoss]