Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσονύκτιον το· μεσανύκτιον· μεσονύχτιον.
-
- α) Η ώρα του μεσονυκτίου:
- η νύκτα επαράλαβεν, το μεσονύκτιον ήλθεν (Βυζ. Ιλιάδ. 1011)·
- β) (επιρρ.) κατά τη διάρκεια του μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα:
- το μεσονύκτιον έρχομαι, κόρη, στο περιβόλιν (Αχιλλ. L 861). [αρχ. ουσ. μεσονύκτιον. Ο τ. μεσα‑ μτγν. Τ. μεσανύχτιν σήμ. ποντ. και ‑χτι λογοτ.]
- α) Η ώρα του μεσονυκτίου: