Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοκαλόκαιρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσοκαλόκαιρο το [mesokalókero] Ο41 : (προφ.) η μέση, το μεσαίο τμή μα του καλοκαιριού.

[μεσο- 1 + καλοκαίρ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες