Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσογειακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσογειακός -ή -ό [mesojiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Mεσόγειο θάλασσα και ιδίως με τις περιοχές που βρίσκονται γύρω από αυτή: Mεσογειακοί λαοί. ~ πολιτισμός. Mεσογειακές χώρες / φυλές. Mεσογειακό κλίμα. Mεσογειακή βλάστηση. || (γλωσσ.) Mεσογειακές γλώσσες, οι μη ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που μιλήθηκαν στα παράλια της Mεσογείου πριν από την έλευση των Iνδοευρωπαίων. Mεσογειακό υπόστρωμα. || (ιατρ.): Mεσογειακή αναιμία.

[λόγ. Μεσόγει(ος)2 -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες