Παράλληλη αναζήτηση
127 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέσο [méso] & μέσω [méso] επίρρ. : 1. με ορισμένο όργανο ή τρόπο: Επικοινωνούν ~ δορυφόρου. Γνώρισε τον υπουργό ~ ενός κοινού φίλου. 2. με ενδιάμεσο σταθμό ή περνώντας από κάπου: Πτήση από Aθήνα προς Λονδίνο ~ Bιέννης. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γαλλία ~ Bελγίου.
[λόγ. < αρχ. μέσῳ δοτ. της λ. μέσον (φρ. ἐν μέσῳ `στη μέση΄) σημδ. γερμ. mittels, durch & ορθογρ. απλοπ.]
- μέσο το [méso] Ο39 : 1. καθετί που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση ενός σκοπού: Διαθέτω / χρησιμοποιώ διάφορα μέσα. α. (για πργ.): Mεταφορικά / τεχνικά μέσα. Mέσα παραγωγής / μαζικής* ενημέρωσης. Οπτικοακουστικά / εποπτικά μέσα διδασκαλίας, όργανα. || Tα εκφραστι κά μέσα του καλλιτέχνη. β. ενέργειες για την πραγματοποίηση ενός σκοπού: Προληπτικά / αποτελεσματικά / νόμιμα μέσα. ΦΡ ο σκοπός αγιάζει* τα μέσα. γ. (γραμμ.): Προσδιορισμός του μέσου. Δοτική του μέσου. δ. άνθρωπος με κατάλληλες προσβάσεις που τον χρησιμοποιούμε για να επιτύχουμε κτ.: Έχω ~. Bάζω ~ για να διοριστώ κάπου. Στη χώρα μας τίποτα δε γίνεται χωρίς ~. || Bάζω σε ενέργεια / χρησιμοποιώ τα μεγάλα μέσα, δραστηριοποιούμαι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κτ. 2. το μεσαίο τμήμα ενός διαστήματος, χρονικού ή τοπικού· μέση: Προχωρείτε, παρακαλώ, στο ~ (του λεωφορείου) υπάρχει κενό. Στα μέσα της εβδομάδας / του μήνα / μιας δεκαετίας / ενός αιώνα, περίπου στη μέση. (έκφρ.) διά μέσου, μέσα από, ανάμεσα σε: H προέλαση γινόταν διά μέσου ελωδών περιοχών. (λόγ.) εν τω μέσω της νυκτός*.
[λόγ.: 2: αρχ. μέσον (ουδ. του επιθ. μέσος)· 1: σημδ. γαλλ. moyen, πληθ. moyens & αγγλ. means (πληθ.), media (πληθ.)]
- μέσο (I) το,
- βλ. μέσον (I).
- μέσο (II), επίρρ.,
- βλ. μέσον (II).
- μεσο- 1 [meso] & μεσό- [mesó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μεσ- [mes], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. δηλώνει το μέσο της χρονικής περιόδου που εκφράζει το β' συνθετικό: α. ~νύχτι, ~σαράκοστο· ~βδόμαδα, μεσουρανίς· ~καλόκαιρο, ~χείμωνο, κατακαλόκαιρο, καταχείμωνο, στην καρδιά του καλοκαιριού, του χειμώνα· (πρβ. κατα-2β). β. εναλλάσσεται με το μισο-
11: ~σαράκοστο, ~χείμωνο· ~στρατίς, ~φόρι. 2. με τη σημασία: α. εσωτερικός: ~τοιχία, μεσότοιχος. || ~φόρι, μισοφόρι. β. μεσαίος, ενδιάμεσος: μεσόθυρο, ~πύλη· μεσόπορτα. ANT εξώπορτα. γ. κεντρικός: Mεσευρώπη· μεσευρωπαϊκός. 3. χαρακτηρίζει αυτό που τοπικά ή χρονικά εμπεριέχεται, βρίσκεται μεταξύ των στοιχείων που εκφράζει το β' συνθετικό: α. ~ποτάμιος· ~πρόθεσμος. β. ~βασιλεία, ~πόλεμος. 4. (ανατ.) δηλώνει το μέρος του σώματος που βρίσκεται στη μέση ή μεταξύ των στοιχείων που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γάστριο, ~θώρακας· ~βρεγματικός, ~θωρακικός, ~σπονδύλιος, ~φλεβικός. 5. σε λέξεις κυρίως επιστημονικές ή γενικότερα ειδικού λεξιλογίου για να δηλώσει το μεσαίο, το ενδιάμεσο στάδιο μιας διαβάθμισης: α. ~ελλαδικός, ~λιθικός, ~μινωικός, σε αντιδιαστολή προς τις ιστορικές υποδιαιρέσεις με α' συνθετικό: παλαιο-, νεο-, υστερο-. β. μεσόκλιμα, ~μετεωρολογία συχνά σε αντιδιαστολή προς τα μακρο-4, μικρο- 1II2. γ. μεσόφω νος, σε αντιδιαστολή προς τα βαθύφωνος, υψίφωνος. δ. (ζωολ.) ~πίθηκος. [θ. της λ. μέσ(η) -ο- ως α' συνθ.: μεσο-βδόμαδο, μεσο-νύχτι & λόγ. θ. του επιθ. μέσ(ος) -ο- & λόγ. < διεθ. meso- < αρχ. μέσο(ς) ως α' συνθ.: μεσο-λιθικός < διεθ. meso- + lithic & μτφρδ. γαλλ. inter-: μεσο-σπονδύλιος < γαλλ. intervertébral]
- μεσο- 2 : (χημ.) α' συνθετικό που συναντούμε στην οργανική και ανόργανη χημεία: ~τρυγικό οξύ.
[λόγ. < διεθ. meso- < αρχ. μέσο(ς) ως α' συνθ.: μεσο-χλωρανθρακαίνιο < meso- + chlor + anthracene]
- μεσοβασιλεία η [mesovasilía] Ο25 : το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς βασιλιάδες, οπότε το βασίλειο δεν έχει βασιλιά.
[λόγ. < ελνστ. μεσοβασιλεία μτφρδ. (ελνστ.) λατ. inter regnum]
- μεσοβγαλμένος, μτχ. επίθ.· μεσοβγαμένος.
-
- α) Μισοβγαλμένος:
- 'Κ την θάλασσαν ο ήλιος είχεν μεσοβγαμένα τ’ άλογα (Αχέλ. 1704)·
- β) (προκ. για αναστεναγμό) συγκρατημένος:
- (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 125).
[<μεσο‑ + μτχ. παρκ. του βγάνω]
- α) Μισοβγαλμένος:
- μεσοβδόμαδα [mesovδómaδa] επίρρ. : (προφ.) στα μέσα της εβδομάδας.
[μεσο- 1 + βδομάδ(α) επίρρ. -α]
- μεσοβδόμαδο το [mesovδómaδo] Ο41 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) το μέσο της εβδομάδας.
[μεσο- 1 + βδομάδ(α) -ο]