Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσιτικός -ή -ό [mesitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεσιτεία και ιδίως με το μεσίτη: Mεσιτικές εργασίες. Mεσιτικό γραφείο. Mεσιτικά δικαιώματα. || (ως ουσ.) τα μεσιτικά, η αμοιβή του μεσίτη.
[λόγ. μεσίτ(ης) -ικός]