Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσιτεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσιτεύω [mesitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α : 1. μεσολαβώ για λογαριασμό κάποιου: H Παναγία ας μεσιτεύσει για μας τους αμαρτωλούς. 2. ενεργώ ως μεσίτης: Ένας φίλος μεσίτεψε την αγορά του σπιτιού.

[λόγ. < ελνστ. μεσιτεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσιτεύω· μεσιτεύγω· ?μισιτεύγω.
  • Ά Μτβ.
    • 1) Μεσολαβώ για χάρη κάπ.:
      • εμεσίτευσαν αυτόν προς τον αυθέντην και ηλέησεν αυτόν (Έκθ. χρον. 8216).
    • 2) Σώζω:
      • να τον παρακαλέσεις (ενν. τον Θεόν) … να με μεσιτεύσει εκ του θανάτου την φθοράν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 256).
    • 3) Χρησιμοποιώ κ. ως μέσο για την επιτυχία κάπ. σκοπού:
      • πολλοί ασθενημένοι …, μεσιτεύοντας νηστείες, προσευχές …, υγιαίνουσιν (Ροδινός 199).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Παρεμβαίνω, μεσολαβώ, παρακαλώ για κάπ.:
      • (Ψευδο-Σφρ. 20420
      • σε παρακαλώ, αγία μου Κυρία, να μεσιτεύσεις δι' εμέ εις τον μονογενή σου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13314).
    • 2) Παρεμβάλλομαι:
      • άλλοι μεσιτεύουσιν ή χώρια τους μαλώνουν (Σαχλ., Αφήγ. 236).
    • 3) Ενεργώ για να συνάψω συνοικέσιο, προξενεύω:
      • ίνα μεσιτεύσουν εις την αυτήν σινιόρα Μαρίαν να την παντρεύσουν (Δωρ. Μον. XXVIII).

[μτγν. μεσιτεύω. Ο τ. ‑εύγω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες