Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσημεριανός -ή -ό [mesimerjanós] Ε1 : που έχει σχέση με το μεσημέρι και ιδίως που γίνεται ή που υπάρχει κατά τη διάρκειά του: Ο ~ ήλιος / ύπνος. Tο μεσημεριανό φαγητό. || (ως ουσ.) το μεσημεριανό, το μεσημεριανό φαγητό: Δεν έφαγε τίποτα για μεσημεριανό.
[μεσημέρ(ι) -ιανός]