Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσημεριάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσημεριάζω [mesimerjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (απρόσ.) πλησιάζει, φτάνει το μεσημέρι: Mεσημέριασε και δεν έχω μαγειρέψει ακόμα. Ο ήλιος ανέβη κε ψηλά· κοντεύει να μεσημεριάσει. β. περνώ την ώρα μου με αποτέλεσμα να φτάσει το μεσημέρι: Aν δε βιαστούμε, θα μεσημεριάσουμε εδώ πέρα. Mεσημεριαστήκαμε να σε περιμένουμε. 2. (λαϊκότρ.) ξαπλώνω και ιδίως κοιμάμαι κατά τη διάρκεια του μεσημεριού.

[μσν. μεσημεριάζω < μεσημέρ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσημεριάζω.
  • (Τριτοπρόσ.) γίνεται μεσημέρι:
    • (Διήγ. πανωφ. 56).

[<ουσ. μεσημέρι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες