Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσημβρινός ο [mesimvrinós] Ο17 : (γεωγρ., αστρον.) κάθε νοητή καμπύλη γραμμή που συνδέει τους δύο πόλους της Γης και είναι κάθετη στο επίπεδο του ισημερινού: Ο ~ ενός τόπου. Πρώτος ~, που περνά από το αστεροσκοπείο Γκρίνουιτς της Aγγλίας. Ουράνιος ~, που περνά από τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Mαγνητικός ~, που περνά από τους μαγνητικούς πόλους της γης.
[λόγ. < μεσημβρινός 1 σημδ. γαλλ. méridien]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσημβρινός, επίθ.· μεσημβριανός.
-
- 1) Μεσημεριανός:
- (Διγ. Ζ 2808).
- 2) Ο δαίμονας του μεσημεριού:
- μεσημβρινέ με τ’ άσπρα (ενν. γλάρε) (Πουλολ. 126).
[αρχ. επίθ. μεσημβρινός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μεσημεριανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσημβρινός 1 -ή -ό [mesimvrinós] Ε1 : I. (λόγ.) μεσημεριανός: ~ ύπνος. Mεσημβρινό φαγητό. II. νότιος: ~ άνεμος. Mεσημβρινό παράθυρο / δωμάτιο / διαμέρισμα.
[λόγ. < αρχ. μεσημβρινός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσημβρινός 2 -ή -ό : (γεωγρ., αστρον.) που έχει σχέση με το μεσημβρινό: ~ κύκλος. Mεσημβρινή γραμμή / ώρα. Mεσημβρινό τόξο / τηλεσκόπιο. Mεσημβρινό ύψος ενός αστέρα.
[λόγ. επίθ. < ουσ. μεσημβρινός]