Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσημέρι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσημέρι το [mesiméri] Ο44 : η στιγμή της ημέρας κατά την οποία η ώρα είναι δώδεκα: Tο ρολόι χτύπησε δώδεκα φορές· είναι ~. ΦΡ μέρα ~, κατά τη διάρκεια της ημέρας: Διέρρηξαν το μαγαζί μέρα ~ χωρίς να τους δει κανείς. α. το χρονικό διάστημα δύο ως τριών ωρών που ακολουθεί: Διακόπτουμε για λίγο την εργασία το ~ για να φάμε. Ξεκίνησε μέσα στη ζέστη του μεσημεριού. ΦΡ ντάλα* ~. β. πολύ προχωρημένη ώρα του πρωϊνού: Kοιμάται ως το ~. μεσημεράκι το YΠΟKΟΡ: Kατά το ~ λέω να τα πούμε.

[μσν. μεσημέρι(ν) < ελνστ. μεσημέριον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μεσημέριος `μεσημεριανός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσημέρι το,
βλ. μεσημέριον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσημεριάζω [mesimerjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (απρόσ.) πλησιάζει, φτάνει το μεσημέρι: Mεσημέριασε και δεν έχω μαγειρέψει ακόμα. Ο ήλιος ανέβη κε ψηλά· κοντεύει να μεσημεριάσει. β. περνώ την ώρα μου με αποτέλεσμα να φτάσει το μεσημέρι: Aν δε βιαστούμε, θα μεσημεριάσουμε εδώ πέρα. Mεσημεριαστήκαμε να σε περιμένουμε. 2. (λαϊκότρ.) ξαπλώνω και ιδίως κοιμάμαι κατά τη διάρκεια του μεσημεριού.

[μσν. μεσημεριάζω < μεσημέρ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσημεριάζω.
  • (Τριτοπρόσ.) γίνεται μεσημέρι:
    • (Διήγ. πανωφ. 56).

[<ουσ. μεσημέρι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσημεριανός -ή -ό [mesimerjanós] Ε1 : που έχει σχέση με το μεσημέρι και ιδίως που γίνεται ή που υπάρχει κατά τη διάρκειά του: Ο ~ ήλιος / ύπνος. Tο μεσημεριανό φαγητό. || (ως ουσ.) το μεσημεριανό, το μεσημεριανό φαγητό: Δεν έφαγε τίποτα για μεσημεριανό.

[μεσημέρ(ι) -ιανός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσημεριάτικος -η -ο [mesimerjátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το μεσημέρι και ιδίως που γίνεται ή που υπάρχει κατά τη διάρκειά του: Mεσημεριάτικη επίσκεψη. μεσημεριάτικα ΕΠIΡΡ: Mη βγαίνεις έξω ~. Ήρθε ~ και μας ενόχλησε.

[μεσημέρ(ι) -ιάτικος]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσημέριν το,
βλ. μεσημέριον.
[Λεξικό Κριαρά]
μεσημερινός, επίθ.· θηλ. μεσημερινού.
  • 1) Μεσημεριανός:
    • ώρᾳ μεσημερινῄ (Byz. Kleinchron. Á 2062).
  • 2) (Tο θηλ. υβριστ.) ανυπόληπτη, άτιμη (πβ. μεσημερούσα):
    • κλέπτρια μεσημερινού (ενν. κουρούνα) (Πουλολ. 443).

[<ουσ. μεσημέρι + κατάλ. ‑ινός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσημέριον το· μεσημέρι· μεσημέριν· μεσομέρι· μεσομέριν· μισομέρι.
  • 1)
    • α) Το μέσον της ημέρας:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24515·)>
    • β) (επιρρ.) κατά το μέσο της ημέρας:
      • (Κρασοπ. S 111
      • έκφρ. ημέρα μεσημέριν = καταμεσήμερο:
        • (Θρ. Κύπρ. 78).
  • 2) Νότος:
    • σίμωνε το ακρωτήριν του μεσημερίου (Πορτολ. Α 54).
  • 3) Ο νότιος άνεμος:
    • με γαρμπή και με μεσημέριν (Πορτολ. Α 942).

[ουδ. του μτγν. επιθ. μεσημέριος ως ουσ. Ο τ. ‑ι στο Meursius (‑σι‑) και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Ο τ. μεσομέριν και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες