Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσαίος, επίθ.· μέσιος· υπερθ. μεσαίτατος.
-
- 1) Που βρίσκεται στη μέση, μεσιανός:
- (Διγ. Esc. 1111).
- 2)
- α) Που έχει μέτριο μέγεθος:
- μηχανικάς αγκάλας … μεγάλας … και μεσαίας (Καναν. 130)·
- β) (προκ. για άνθρωπο) που έχει μέτριο ανάστημα:
- (Παρασπ., Βάρν. C 408).
- α) Που έχει μέτριο μέγεθος:
- 3) (Προκ. για ζητήματα) λιγότερο σπουδαίος:
- (Ξόμπλιν φ. 137r).
- Το ουδ. υπερθ. ως ουσ. = (χρον.) το μέσον ακριβώς:
- το μεσαίτατον … της ημέρας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2072).
[αρχ. επίθ. μεσαίος. Ο υπερθ. μεσαίτατος ήδη αρχ. Ο τ. στο Somav. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που βρίσκεται στη μέση, μεσιανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσαίος -α -ο [meséos] Ε4 : 1. που βρίσκεται στη μέση από μια σειρά προσώπων ή όμοιων πραγμάτων. ANT ακρινός, ακραίος: H μεσαία θύρα του Aγίου Bήματος λέγεται Ωραία Πύλη. || (ως ουσ.) ο μεσαίος, το μεσαίο δάχτυλο του χεριού. 2. για διάκριση από απόψεως χρόνου, ποσότητας, διαστάσεων, καταστάσεως κτλ., που βρίσκεται στη μέση: Tο μεσαίο παιδί μιας οικογένειας, με βάση την ηλικία. Mεσαία μεγέθη ρούχων / παπουτσιών. Mεσαία εισοδήματα, ούτε πολύ μεγάλα ούτε πολύ μικρά. Mεσαία κοινωνική τάξη· (πρβ. ανώτερη, κατώτερη). || (φυσ.) Mεσαία ηλεκτρομαγνητικά κύματα και ως ουσ. τα μεσαία, ηλεκτρομαγνητικά κύματα της ασύρματης τηλεγραφίας και της ραδιοφωνίας.
[λόγ. < αρχ. μεσαῖος]