Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσίτης ο [mesítis] Ο10 θηλ. μεσίτρια [mesítria] Ο27 : αυτός που μεσιτεύει και ιδίως ενεργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με στόχο τη σύναψη ορισμένης συμφωνίας, συνήθ. οικονομικού περιεχομένου· (πρβ. μεσάζοντας, μεσάζων): Έβαλε μεσίτη να του βρει διαμέρισμα.
[λόγ. < ελνστ. μεσίτης `μεσολαβητής΄· λόγ. μεσί(της) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσίτης ο· ?μεσίτας, (Λίβ. Esc. 328).
-
- 1)
- α) Μεσάζοντας, μεσολαβητής:
- (Λίβ. P 2797)·
- προβάλλομαι μεσίτην … ως προς την βασιλείαν σου Γεώργιον τον Δούκαν (Προδρ. IV 654)·
- β) (προκ. για τον Ιησού Χριστό):
- (Χριστ. διδασκ. 431).
- α) Μεσάζοντας, μεσολαβητής:
- 2) Απεσταλμένος, μαντατοφόρος:
- Μεσίτες … ήρθασι στην εδική μας χώρα απού τη Μακεντόνια (Στάθ. Ιντ. β́ 1).
- 3) (Μεταφ.) το μέσο, ο τρόπος για να πετύχει κάπ. κ.:
- μα 'ναι μεσίτες τση τιμής η προθυμιά κι οι κόποι (Ερωφ. Ά 47).
- 4) Βοηθός δικαστή:
- Περί του βισκούντη και τους μεσίτες του (Ασσίζ. 10227).
- 5) Αρωγός, προστάτης:
- τώρα το ενάντιον ηύρηκα και ο Θεός να 'ναι μεσίτης (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1374).
- 6) Αυτός που εξ επαγγέλματος διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες:
- (Βακτ. αρχιερ. 170).
[μτγν. ουσ. μεσίτης. Η λ. και σήμ.]
- 1)