Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσάτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσάτος -η -ο [mesátos] Ε3 : 1. (για ρούχο) που στη μέση είναι εφαρμοστό: Mεσάτο φουστάνι / σακάκι. 2. (σπάν. για πρόσ.) που έχει λεπτή μέση: Mεσάτη γυναίκα.

[μέσ(η) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες