Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσάνυχτα τα [mesánixta] Ο41 : η στιγμή της νύχτας κατά την οποία η ώρα είναι δώδεκα: H τελετή της Aνάστασης θα αρχίσει ακριβώς τα ~. Tο ρολόι χτύπησε δώδεκα φορές· είναι ~. || (επέκτ.) για πολύ προχωρημένη ώρα της νύχτας και συνήθ. το τμήμα από τα μεσάνυχτα ως τα βαθιά χαράματα: Πήγαν στο σπίτι του (μέσα στα) ~ για να τον συλλάβουν. ΦΡ έχω (βαθιά) ~, έχω πλήρη άγνοια.
[πληθ. του μσν. μεσάνυχτο < μεσάνυκτον (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) < μέσα + νύκτ(α) -ον, σύγκρ. ελνστ. μεσανύκτιον (δες και μεσονύχτι)]