Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά (Μτβ.) διανύω ως τη μέση μιαν απόσταση:
- μεσάσαντες το πέλαγος (Συναξ. γαδ. 96).
- Β́ Αμτβ.
- 1) (Χρον.)
- α) βρίσκομαι στο μέσο:
- ην … μεσάζων έφηβος (Δούκ. 657)·
- β) (προκ. για πράξη) φτάνω στο μέσο:
- μεσάσαντος του πότου (Βίος Αλ. 3470).
- α) βρίσκομαι στο μέσο:
- 2)
- α) Μεσολαβώ, μεσιτεύω:
- Θεού μεσάζοντος αι ψυχαί αυτών συνάπτονται (Ελλην. νόμ. 56811)·
- β) ?παρεμβαίνω:
- εμέσαζεν κατά του δεσπότου κυρ Θωμά (Ψευδο-Σφρ. 53023‑4 (έκδ. ‑ζον)).
- α) Μεσολαβώ, μεσιτεύω:
- 1) (Χρον.)
- Ά (Μτβ.) διανύω ως τη μέση μιαν απόσταση:
- II. (Μέσ.) φθάνω στο μέσο (προκ. για χρον. διάστημα):
- του Ιανουαρίου μηνός ήδη μεσαζομένου (Δούκ. 28119).
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ανώτατος αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής:
- Έστειλε γαρ ο βασιλεύς τον κυρ Λουκάν Νοταράν τον αυτού μεσάζοντα (Δούκ. 24535·)> (Πτωχολ. α 248)·
- (προκ. για το μεγάλο βεζίρη του Οθωμανικού Κράτους):
- τῳ Παγιαζίτ βεζίρῃ, ήγουν μεσάζοντι του Μαχουμέτ (Δούκ. 14126)·
- έκφρ. μέγας μεσάζων = ο ανώτατος αυλικός της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας:
- (Έκθ. χρον. 2616).
[αρχ. μεσάζω. Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσάζων ο [mesázon] Ο (βλ. Ε12) : αυτός που με τις ενέργειές του διευκολύνει τις σχέσεις, ιδίως εμπορικές, μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων· μεσάζοντας· (πρβ. μεσίτης): Nόμος για την καταπολέμηση των μεσαζόντων. || Έπαιξε το ρόλο μεσάζοντος για να τους συμφιλιώσει.
[λόγ. < αρχ. μεε. μεσάζων του ρ. μεσάζω `βρίσκομαι στη μέση΄ σημδ. γαλλ. intermédiaire]