Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερόνυχτα [merónixta] επίρρ. χρον. : κατά τη διάρκεια και της ημέρας και της νύχτας: ~ διάβαζε για να πάρει το πτυχίο του, νυχθημερόν.
[< πληθ. του μερόνυχτο]