Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερτικό το [mertikó] & μερδικό το [merδikó] Ο38 : (λογοτ., λαϊκότρ.) το μερίδιο.
[μσν. μερτικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μεριτικός (με συγκ. του άτ. [i] ύστερα από [r] ) < μερίτ(ης < μέρ(ος) -ίτης) `μέτοχος΄ -ικός· μσν. μερδικόν < μερτικόν με επίδρ. του μερίδιν (< μερίδιον)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μερτικόν το· εμερτικόν· μερδικό· μερδικόν· μεριδικόν· μερτικό.
-
- 1)
- α) Μερίδιο:
- να ποίσουν λογαριασμόν … διά να δώσουν του καθενού το μερτικόν του (Ασσίζ. 4727)·
- κάτεργο παίρνει στο μερτικόν του (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37825)·
-
- β1) κληρονομικό μερίδιο:
- ζητά (ενν. ο άσωτος) του πατρός του να του δώσει το μερτικόν του (Πηγά, Χρυσοπ. 304 (1)· Πεντ. Δευτ. XIV 27)·
- β1) κληρονομικό μερίδιο:
- α) Μερίδιο:
- (σε ιδιάζ. χρ.):
- Εκ της σελήνης έπεσεν εκείνη τας αγκάλας και το λαμπρόν της μερτικόν … απήρεν (Βέλθ. 681)·
- β2) μεταφ. προκ. για τον περιούσιο λαό του Θεού:
- μερτικό του Κύριου ο λαός του (Πεντ. Δευτ. XXXII 9)·
- γ) (προκ. για φόρο):
- επλέρωννεν πασαείς το μερτικόν του (Μαχ. 837).
- 2) Ορισμένο ποσό:
- ο ένας (ενν. καμουχάς) αξιάζει έν μερτικό και ο έτερος ά α/β μερτικό (Rechenb. 183).
- 3)
- α) Τμήμα (από ενιαίο σύνολο), κομμάτι:
- το καναβάτσον … να το μοιράσεις εις επτά μερτικά (Καραβ. 49515)·
- μερτικόν απέ το τίμιον ξύλον (Μαχ. 637)·
- (σε μεταφ.):
- τον πόνο σου ας μοιράσομε και μερτικό μού δώσε (Θυσ. 574)·
- β) (προκ. για τόπο, έκταση):
- μερτικόν απέ το περιβόλιν (Μαχ. 59014)·
- γ) (προκ. για απόσταση):
- μοιράζεις το κανάλιν εις γ́ και αφήνεις τα β́ μερτικά εις το νησόπουλον (Πορτολ. Α 1619)·
- δ) (προκ. για ποσότητα πραγμάτων) «παρτίδα»:
- ά μερτικόν αγγεία (Μαχ. 3469·)>
- ε) συστατικό μέρος, στοιχείο:
- 'Σ δυο μερτικά μοιράσετε πάσαν ζωήν τ’ ανθρώπου (Σκλέντζα, Ποιήμ. 189· Ροδολ. Έ 250)·
- στ) η αιτιατ. επιρρ.
- στ1) εν μέρει:
- Σαν τ’ άκουσε ο Ρωτόκριτος … τά εκούρφευγε … μερτικό θε να ξεφανερώσει (Ερωτόκρ. Γ’ 738)·
- στ2) ως ένα βαθμό, κάπως, λιγάκι:
- μερτικό φοβάτονε (Θησ. Ε’ [21]).
- στ1) εν μέρει:
- 4)
- α) Κλασματικό τμήμα ποσού, ποσοστό:
- ο είς τους συντρόφους να έχει δ́ μερτικά απέ το διάφορο και ο άλλος … να έχει το πέμπτον (Ασσίζ. 832)·
- β) πηλίκο:
- (Rechenb. 713).
- 5)
- α) Μερίδα φαγητού:
- μονοκύθρου μερτικόν (Προδρ. III 185)·
- (σε ιδιάζ. χρ.):
- εκομματιάζασί τσι (ενν. τους Τούρκους) και μερτικά τους κάνασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44114)·
- β) (μεταφ.):
- η Μαρία εδιάλεξε το καλόν μερτικόν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ι’ 42).
- 6)
- α) Αυτό που αναλογεί, ό,τι δικαιούται κάπ.:
- εις τους πτωχούς … το μερτικόν να πέψεις (Δεφ., Σωσ. 334)·
- β) ανταμοιβή, δωρεά· (εδώ ως σύστ. αντικ.):
- Εμερτίκωσέ με ο Θεός εμέν μερτικό καλό … (Πεντ. Γέν. XXX 20).
- 7)
- α) Σύνολο, ομάδα (ανθρώπων), μερικοί:
- μερτικόν απέ την συντροφιά (Θησ. Ζ’ [1372])·
- β) (προκ. για αντίπαλες στρατιωτικές παρατάξεις):
- ελαβώθησαν πολλοί και απέ το 'ναν μερτικόν και απέ το άλλον (Μαχ. 36427)·
- γ) ?κοινωνική μερίδα, τάξη:
- του κόσμου αφέντεψεν το μερτικόν το κάλλιον (Απόκοπ. 296).
- 8)
- α) Τμήμα γης, τόπος, περιοχή:
- εις ένα μερτικόν ήτονε τινάς αφέντης (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 410)·
- β) βασίλειο, κράτος:
- τα τέσσαρα μερτικά, τα πρώτα οπού είναι εις τον κόσμον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 105v)·
- γ) τμήμα τόπου, θέση, σημείο:
- εψήλωσεν και πολλά μερτικά το τειχοκάστρι και τον πύργον (Μαχ. 1168).
- Εκφρ.
- 1) Από το μερτικόν μου = από μέρους μου, με δική μου πρωτοβουλία:
- (Αλεξ. 1992).
- 2) Εις (ή σε) μερτικόν (κανένα) = κάπως, ως ένα βαθμό, ως κάπ. σημείο:
- (Ροδολ. Α’ 315), (Φορτουν. Αφ. 17).
- 3) Μερτικόν … μερτικόν = κατά ένα μέρος … κατά το υπόλοιπο:
- (Πορτολ. Α 20222).
- 4) Εις το μερτικόν = σχετικά με:
- (Μαχ. 25429).
- Φρ.
- 1) Βάνω ή έχω το μερτικό μου = συμβάλλω, βοηθώ:
- (Ερωτόκρ. Β’ 2096, 2243).
- 2) Έχω μερτικόν από κ. = απολαμβάνω:
- (Ασσίζ. 11422).
- 3) Έχω μερτικόν εις κ. = ενδιαφέρομαι (προσωπικά) για κ.:
- (Ασσίζ. 1016).
- 4) Έχω μερτικόν με κάπ. = συμμερίζομαι (κ.), συμφωνώ (σε κ.) με κάπ.:
- (Χριστ. διδασκ. 123).
- 5) Κάνω μερτικά, βλ. κάμνω Φρ. 69.
- 6) Παίρνω μερτικό = γίνομαι συμμέτοχος, συμπαραστέκομαι:
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Α’ 109).
[<παλαιότ. ουσ. μεριτικόν (6. αι.), ουδ. του επιθ. μεριτικός (6. αι.) <αρχ. ουσ. μερίτης + κατάλ. ‑ικός. Ο τ. ‑δικό στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. μεριδικόν (από επίδρ. του ουσ. μερίς ή μερίδιον) σε έγγρ. 14.-15. αι. Η λ. στο Meursius. Ο τ. ‑ό και σήμ.]
- 1)