Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεροληψία η [merolipsía] Ο25 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μεροληπτικός. ANT αμεροληψία.
[λόγ. μέρ(ος) -ο- + λήψ(ις) -ία κατά το ελνστ. δωροληψία]