Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεροκαματιάρης ο [merokamatxáris] Ο11 θηλ. μεροκαματιάρα [mero ka matxára] Ο25α & μεροκαματιάρισσα [merokamatxárisa] Ο27α : (οικ.) α. εργαζόμενος που εργάζεται και πληρώνεται με βάση το μεροκάματο· ημερομίσθιος εργάτης: Έκλεισε την επιχείρησή του και από αφεντικό έγινε ~. β. εργαζόμενος με χαμηλές αποδοχές: Ένας ~ δεν μπορεί να αγοράσει μεγάλο σπίτι. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος είναι· πού να βρει τόσα πολλά χρήματα!
[μεροκάματ(ο) -ιάρης· μεροκαματιάρ(ης) -α, -ισσα]