Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεροδούλι το [meroδúli] Ο44α : κυρίως στην έκφραση ~ μεροφάι, για μεροκάματο τόσο χαμηλό, που μόλις καλύπτει τα καθημερινά έξοδα. || (λογοτ., λαϊκότρ.) το μεροκάματο.
[μέρ(α) -ο- + δουλ(ειά) -ι]