Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερισμός ο [merizmós] Ο17 : 1. διαίρεση ενός αριθμού σε τμήματα με βά ση ορισμένη αναλογία: Προβλήματα μερισμού. 2. επιμερισμός: ~ των καθηκόντων.

[λόγ. < αρχ. μερισμός (μερίζω) `διαίρεση΄ σημδ. γαλλ. par tage]

[Λεξικό Κριαρά]
μερισμός ο.
  • 1)
    • α) (Μαθημ.) διαίρεση:
      • (Rechenb. 34
    • β) διαμερισμός, διαίρεση:
      • μερισμόν … του κράτους (Λέοντ., Αίν. (Knös) 1754
    • γ) διαχωρισμός, χωρισμός στα δύο:
      • γίνεται … μερισμός απεδώ και απεκείθεν (Λίβ. P 195).
  • 2) Μερίδιο:
    • είτι έρχεται εις πασαενού μερισμόν τόσην ζημίαν θέλει να δώσει (Rechenb. 107).

[αρχ. ουσ. μερισμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες