Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεριμνώ [merimnó] Ρ10.1α : (λόγ.) φροντίζω για κπ. ή για κτ.: Tο κράτος οφείλει να μεριμνά για τους γέρους και τους αρρώστους. Kάποιος πρέπει να μεριμνήσει για τα εισιτήρια. (έκφρ.) μεριμνά και τυρβάζει* περί πολλά.
[λόγ. < αρχ. μεριμνῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεριμνώ.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Σκέφτομαι, νοιάζομαι, φροντίζω:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 312), (Λεηλ. Παροικ. 196)·
- (με σύστ. αντικ.):
- μέριμναν καμιάν μη μεριμνάς (Φλώρ. 727)·
- β) (προκ. για το Θεό) προνοώ:
- μεριμνά περί αυτών να μηδέν αποθάνουν (ενν. τα πουλία) (Φυσιολ. (Legr.) 210)·
- γ) ανησυχώ, στενοχωρούμαι με κ.:
- πόνους ου μεριμνούσιν (Λόγ. παρηγ. L 731).
- α) Σκέφτομαι, νοιάζομαι, φροντίζω:
- 2)
- α) Προβληματίζομαι με κ., δουλεύω κ. στο μυαλό μου:
- (Φλώρ. 1564)·
- ό,τι τη νύκτα μεριμνώ, χάνονται την ημέρα (Ερωφ. Αφ. 76)·
- β) φέρνω στο νου μου, συλλογίζομαι, «μελετώ»:
- (Ιστ. Βλαχ. 1341)·
- δεν μεριμνάς (ενν. άνθρωπε) πως θέλεις ν’ αποθάνεις; (Αλφ. 1532)·
- γ) υπενθυμίζω· υποδηλώνω, προμηνώ:
- η στόλισή μου τα βάσανά μου μεριμνά (Ζήν. Β́ 6).
- α) Προβληματίζομαι με κ., δουλεύω κ. στο μυαλό μου:
- 3) Αδημονώ:
- εμερίμνει πότε να έβγει της αυγής το ερωτικόν αστρίτσιν (Λίβ. Sc. 1055).
- 4) Δείχνω ενδιαφέρον για κάπ.:
- άλλους αγαπούσαν κι εκεινούς (ενν. τους άνδρες των) δεν μεριμνούσα (Συναξ. γυν. 1178 (έκδ. εμε‑· διόρθ. Ξανθουδίδης)).
- 5) Έχω κατά νου, προετοιμάζω:
- η τύχη … θάνατο αυτούνου μεριμνά (Ζήν. Γ́ 230).
- 6) Προκαλώ, προξενώ:
- υποψεύεται πολλά (ενν. αυτούνος που αγαπάει), … τον θάνατόν του μεριμνά και την ψυχήν μειώνει (Δεφ., Λόγ. 382).
- 7) Αναζητώ:
- τόπον εκ τόπον μεριμνάς και τόπος ου χωρεί σε (Γλυκά, Στ. 156).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Νοιάζομαι, ανησυχώ:
- (Δούκ. 7716), (Καλλίμ. 1194)·
- β) σκοτίζομαι:
- θέλω να σε πανδρεύσω … να μην με πάσχει ο λογισμός, να μεριμνά η ψυχή μου (Ιμπ. 286).
- α) Νοιάζομαι, ανησυχώ:
- 2) Φροντίζω, ενδιαφέρομαι:
- Πάντα για πλούτον μεριμνούν (ενν. οι φιλάργυροι) (Πένθ. θαν. 527)·
- ο Θεός ο παντοδύναμος δι’ εσέναν μεριμνήσει (Φλώρ. 729).
- 1)
[αρχ. μεριμνάω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ά Μτβ.