Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μερικώς, επίρρ.
-
- 1) Ενμέρει, λίγο:
- παρέκυψε μερικώς εκ την χρυσήν θυρίδα (Διγ. Gr. 1299)·
- παρηγορείται μερικώς, ανασασμόν ευρίσκει (Καλλίμ. 1497).
- 2) Χωριστά, μεμονωμένα:
- να στρέψει την προίκα και την προγαμιαίαν δωρεάν … και ουχί το καθέν μερικώς (Ελλην. νόμ. 58416).
- 3) Λεπτομερώς:
- τας απειλάς, κακώσεις μου … είτις συγγράψει μερικώς (Λίβ. Esc. 4396).
[μτγν. επίρρ. μερικώς. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ενμέρει, λίγο: