Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερικεύω [merikévo] -ομαι Ρ5.1 : ANT γενικεύω. 1. περιορίζω κτ. σε ορισμένα μόνο στοιχεία του: H έννοια της ελευθερίας μερικεύτηκε στα ανθρώπινα δικαιώματα. 2. εξετάζω ή περιγράφω τις λεπτομέρειες ενός θέματος.
[λόγ. < μσν. μερικεύω `παριστώ σαν διαιρετό΄ < μερικ(ός) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μερικεύω.
-
- Αφηγούμαι λεπτομερώς:
- πώς δυνηθεί των εκατόν τας λογοσυντυχίας … να τας μερικεύσει; (Λίβ. Sc. 3030).
[<επίθ. μερικός + κατάλ. ‑εύω. Η λ. τον 7. αι.]
- Αφηγούμαι λεπτομερώς: