Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μερικά, επίρρ.
-
- Ιδιαίτερα, ξεχωριστά:
- Όλοι οι πιστοί κοινά αντάμα και καθένας μερικά του Κυρίου … είναι μέτοχοι (Χριστ. διδασκ. 240).
[<επίθ. μερικός. Η λ. στο Βλάχ.]
- Ιδιαίτερα, ξεχωριστά: