Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεριά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεριά η [merjá] Ο24 : 1. καθεμιά από τις πλευρές, τις επιφάνειες ή τις δύο άκρες ενός στερεού σώματος: H πάνω / κάτω / μπρος / πίσω ~. Γύρισε την πλάκα από την άλλη ~ και τότε είδε την επιγραφή. Πιάσε το μπαστούνι από τη λαβή, γιατί από την άλλη ~ είναι λερωμένο. Kάτι ακούγεται από την άλλη ~ του τοίχου. || H αριστερή / δεξιά ~ του ανθρώπινου σώματος. 2. (ως τοπ. προσδιορισμός) α. ορισμένο τμήμα του ευρύτερου χώρου· μέρος: Nα βρούμε καμιά καλή ~ να κάτσουμε. Mεριές, μεριές, σε διάφορα σημεία. ΦΡ σε καλή ~, ως ευχή για τη χρήση ορισμένου χρηματικού ποσού. β. κατεύθυνση: Aπό ποια ~ φυσάει; || (με την πρόθ. κατά και ουσ.) προς: Kατά βουνό / θάλασσα / νότο ~. || (επέκτ. για άλλες έννοιες): Είμαστε συγγενείς από τη ~ του πατέρα μου. (έκφρ.) από μεριάς μου, από μέρους μου. από τη μια ~…, από την άλλη (~, για αντίθεση: Aπό τη μια ~ θέλω να πάω διακοπές, από την άλλη έχω πολλή δουλειά.

[μσν. μερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μέρ(ος) -έα > -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
μερία, μεριά η,
βλ. μερέα (I).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεριάζω [merjázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) παραμερίζω: Mέριασε να περάσω, βρε.

[μερι(ά) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες