Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερεμετίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερεμετίζω [meremetízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) επιδιορθώνω μικρή βλάβη.

[μερεμέτ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες