Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερακλώνω [meraklóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) 1α. κυριεύομαι από πολύ έντονο ευάρεστο συναίσθημα: Mερακλώθηκε από το τραγούδι κι άρχισε να χορεύει. β. προκαλώ σε κπ. μεράκι: Tον μεράκλωσε το ποτό και άρχισε να τραγουδάει. 2. (παθ.) έχω πολύ έντονη επιθυμία για κτ.: Mερακλώθηκε για ένα γλυκό / για ένα ταξίδι.
[μερακλ(ής) -ώνω]