Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερίζω [merízo] -ομαι Ρ2.1 : χωρίζω κτ. σε μέρη.
[λόγ. < αρχ. μερίζω `διαιρώ, μοιράζω΄ σημδ. γαλλ. partager]
[Λεξικό Κριαρά]
- μερίζω· ιμερίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Διαιρώ, χωρίζω:
- αυτά τα ιδιώματα ου μερίζουσι την μίαν και απλουστάτην ουσίαν του Θεού (Ιστ. πατρ. 855)·
- β) μοιράζω, διανέμω:
- ευεργέτησεν όλους του τους στρατιώτες κι εμέρισεν το κούρσον του (Χρον. Μορ. H 7108)·
- μερισθέντος του κλοπιμαίου αργυρίου (Ιστ. πολιτ. 361‑2)·
- γ) κατανέμω:
- η στράτα … εις εκατόν εκόπτετον … μονοπατίτσια· τους εκατόν (ενν. άνδρες) εμέρισα εις έναν μονοπάτιν (Λίβ. P 1115)·
- δ) κομματιάζω, τεμαχίζω:
- μαχαίρι δίστομον …, να κατακόπτει σώματα και να μερίζει οστέα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1496)·
- (μεταφ.):
- οργής μαχαίριν …, … να μερίζει αισθήσεις (Λίβ. Sc. 870)·
- ε) συμμετέχω, παίρνω μέρος σε κ.:
- μέριζε το πάθος τους (ενν. των φίλων), έχε κοινόν τον πόνον (Σπαν. A 408).
- α) Διαιρώ, χωρίζω:
- 2) Διεκδικώ:
- εις μάχην έστεκον και εμέριζαν την νίκην (Λίβ. Sc. 1216).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- α) Συμμετέχω, παίρνω μέρος:
- Όταν δε γίνεται βουλή, μη λείπεις …, μέριζε πάντοτε κι εσύ (Σπαν. A 474)·
- β) (προκ. για αριθμητική πράξη) κάνω διαίρεση, διαιρώ (με …):
- (Rechenb. 923).
- α) Συμμετέχω, παίρνω μέρος:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- Ά Αμτβ.
- α) Μοιράζομαι, χωρίζομαι:
- όλη μας η ζωή έναι μερισμένη εις άνεσιν και κόπον (Σοφιαν., Παιδαγ. 113)·
- β) (προκ. για αριθμούς) διαιρούμαι:
- (Rechenb. 653).
- α) Μοιράζομαι, χωρίζομαι:
- Β́ Μτβ.
- α) Μοιράζω, διανέμω:
- γην μετρήσας … και μερισάμενος (Βίος Αλ. 3795)·
- β) διαμοιράζομαι, παίρνω μερίδιο:
- επορεύθησαν εν Πελοποννήσῳ και μερισάμενοι ταύτην … εκάθηντο (Ιστ. πολιτ. 159).
- α) Μοιράζω, διανέμω:
- Ά Αμτβ.
- Φρ. μερίζομαι εις πολλά, κατά νουν = κάνω διάφορες σκέψεις, με απασχολούν πολλά:
- (Λίβ. Sc. 2287, 2320).
[αρχ. μερίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.