Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερίδιο το [meríδio] Ο40 : τμήμα ενός συνόλου που αντιστοιχεί σε ένα άτομο: Xωρίζω κτ. σε μερίδια. ~ από κληρονομικά / από τα κέρδη. Xώρι σε την περιουσία του σε τρία μερίδια, ένα για το κάθε του παιδί. Έφαγαν όλοι μαζί κι ο καθένας πλήρωσε το μερίδιό του στο λογαριασμό. Έχει κι αυτός το μερίδιό του στα βάσανα της ζωής.
[λόγ. < ελνστ. μερίδιον `μικρό μέρος΄ (υποκορ. του αρχ. μέρος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μερίδιον το· ιμερίδι· ιμερίδιν· μερίδι· μερίδιν.
-
— Βλ. και μοιράδιον.
- 1)
- α) Δικαίωμα διανομής, μερτικό:
- έχει μερίδι … στην μπαρουνίαν (Χρον. Μορ. H 7743)·
- εδώκασιν τον πρίγκιπα … μερίδι του πολέμου (Χρον. Μορ. P 7106)·
- β) τεμάχιο, το προϊόν της διανομής, μερίδιο:
- Με κλήρους … η μοίρασις εγίνη· έτυχεν γαρ της Βενετίας το τέταρτο μερίδιν (Χρον. Μορ. P 1025)·
- γ) μέρος περιουσίας:
- (Βακτ. αρχιερ. 161).
- α) Δικαίωμα διανομής, μερτικό:
- 2) Τμήμα συνόλου προσώπων:
- εποίησε δε (ενν. ο βασιλεύς) τον λαόν Τραπεζούντος εις μερίδια τρία (Ιστ. πολιτ. 3718· Πόλ. Τρωάδ. 862 κριτ. υπ).
- Φρ. κρατώ μερίδι κάπ. = είμαι με το μέρος κάπ., τον υποστηρίζω:
- (Θησ. Ζ́ [136]).
[μτγν. ουσ. μερίδιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1)