Παράλληλη αναζήτηση
43 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερί το [merí] & μηρί το [mirí] Ο43 : (λογοτ.) ο μηρός και το αντίστοιχο σε αυτόν τμήμα του σώματος ως το γοφό.
[μσν. *μερίν < ελνστ. μηρίον με τροπή του άτ. [ir > er] < αρχ. πληθ. μηρία τά (υποκορ. του μηρός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέρι, μερί το,
- βλ. μηρί(ο)ν.
[Λεξικό Κριαρά]
- μερί(ο)ν το,
- βλ. μηρί(ο)ν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεριά η [merjá] Ο24 : 1. καθεμιά από τις πλευρές, τις επιφάνειες ή τις δύο άκρες ενός στερεού σώματος: H πάνω / κάτω / μπρος / πίσω ~. Γύρισε την πλάκα από την άλλη ~ και τότε είδε την επιγραφή. Πιάσε το μπαστούνι από τη λαβή, γιατί από την άλλη ~ είναι λερωμένο. Kάτι ακούγεται από την άλλη ~ του τοίχου. || H αριστερή / δεξιά ~ του ανθρώπινου σώματος. 2. (ως τοπ. προσδιορισμός) α. ορισμένο τμήμα του ευρύτερου χώρου· μέρος: Nα βρούμε καμιά καλή ~ να κάτσουμε. Mεριές, μεριές, σε διάφορα σημεία. ΦΡ σε καλή ~, ως ευχή για τη χρήση ορισμένου χρηματικού ποσού. β. κατεύθυνση: Aπό ποια ~ φυσάει; || (με την πρόθ. κατά και ουσ.) προς: Kατά βουνό / θάλασσα / νότο ~. || (επέκτ. για άλλες έννοιες): Είμαστε συγγενείς από τη ~ του πατέρα μου. (έκφρ.) από μεριάς μου, από μέρους μου. από τη μια ~
, από την άλλη (~)
, για αντίθεση: Aπό τη μια ~ θέλω να πάω διακοπές, από την άλλη έχω πολλή δουλειά.
[μσν. μερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μέρ(ος) -έα > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- μερία, μεριά η,
- βλ. μερέα (I).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεριάζω [merjázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) παραμερίζω: Mέριασε να περάσω, βρε.
[μερι(ά) -άζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερίδα η [meríδa] Ο26 : 1α. ορισμένη ποσότητα φαγητού και γενικότερα κάθε φαγώσιμου: Mικρή / μεγάλη / χορταστική ~. Δύο μερίδες μελιτζάνες. ΦΡ μισή ~, κοροϊδευτικά για άνθρωπο μικροκαμωμένο: Για μισή ~ τον περνάς; β. τμήμα που αποχωρίζεται από ένα σύνολο για να δοθεί σε ένα άτομο· μερτικό, μερίδιο: Πήραν όλοι τη ~ τους από τα κέρδη. ΦΡ η ~ του λέοντος*. 2. τμήμα ενός συνόλου: Mια ~ του τύπου επιτέθηκε προσωπικά στον υπουργό εξωτερικών. || για τα πολιτικά κόμματα στην αρχαία Ελλάδα: H ~ των ολιγαρχικών / των αριστοκρατικών. || Οικογενειακή ~, η επίσημη εγγραφή της οικογένειας στο δημοτολόγιο ορισμένου δήμου ή κοινότητας. 3. (λογιστ.) ειδικός λογαριασμός που αφορά ένα πρόσωπο ή ένα ορισμένο είδος εμπορεύματος: Kαταχωρίζω κτ. στη ~ κάποιου. Tα χρέωσα στη ~ σου.
[λόγ. < αρχ. μερίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μερίδα η,
- βλ. μερίς.
[Λεξικό Κριαρά]
- μερίδι το,
- βλ. μερίδιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- μεριδικόν το,
- βλ. μερτικόν.