Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεξικανικός -ή -ό [meksikanikós] Ε1 & μεξικάνικος -η -ο [meksikánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Mεξικό ή στους Mεξικανούς ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Mεξικανική κυβέρνηση. Mεξικάνικο σομπρέρο. Mεξικάνικη κουζίνα / μουσική. || Mεξικάνικο εστιατόριο, με μεξικάνικη κουζίνα και ως ουσ. το μεξικάνικο.
[λόγ. Mεξικαν(ός) -ικός· Mεξικάν(ος) -ικος (Mεξικό < ισπαν. Mexico, ορθογρ. δαν.)]