Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεντεσές ο [mendesés] Ο13 : μεταλλικό εξάρτημα πόρτας ή παραθύρου, πάνω στο οποίο αυτά στηρίζονται και ανοιγοκλείνουν· ρεζές: Έτριξαν οι σκουριασμένοι μεντεσέδες, καθώς άνοιξε η παλιά ξύλινη πόρτα.
[τουρκ. menteşe -ς]