Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μενταγιόν το [mendajón] Ο (άκλ.) : κόσμημα που συνήθ. το κρεμούν στο λαιμό με αλυσίδα και αποτελείται: α. από μικρή μεταλλική πλάκα με ανάγλυφη ή χαραγμένη παράσταση: Xρυσό ~ σε σχήμα καρδιάς. β. από θή κη μέσα στην οποία φυλάγεται κτ.: Tης χάρισε ένα ~ με τη φωτογραφία του.
[λόγ. < γαλλ. medaillon]