Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μενετός -ή -ό [menetós] Ε1 : μόνο στη (λόγ.) ΦΡ οι καιροί ου μενετοί, για να δηλώσουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αναβολής αλλά είναι αναγκαίο να δράσουμε αμέσως.
[λόγ. < αρχ. μενετός, αρχ. φρ. οἱ καιροί οὑ μενετοί `οι ευκαιρίες δεν περιμένουν΄]