Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μενεξές ο [meneksés] Ο13 : ποώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά άνθη μοβ χρώματος, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε ένα βλαστό· γιούλι: Γλάστρα με μενεξέδες. || το άνθος του μενεξέ: Άρωμα μενεξέ. Mπουκέτο με μενεξέδες.
[τουρκ. menekşe (από τα περσ.) -ς]