Παράλληλη αναζήτηση
32 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεν [mén] σύνδ. αντιθ. : (λόγ.) 1. καθιστά εξαρχής σαφή την αντιθετική σχέση των δύο μελών της αντίθεσης: Tους υποσχέθηκε ~ ότι θα το κάνει, αλλά τελικά δεν το έκανε, από τη μια μεριά τους υποσχέθηκε και από την άλλη δεν το έκανε. || ναι ~
αλλά*
και. (έκφρ.) ναι ~ αλλά*. || σε θέση ουσιαστικού: οι / τα ~ και οι / τα δε*. 2. σε στερεότυπη εκφορά, προκειμένου να εκθέσει ο ομιλητής δύο ισοδύναμους όρους, προτάσεις: αφενός ~
αφετέρου δε, από τη μια
από την άλλη: Aφενός ~ δε συμφωνώ αφετέρου δε δεν έχω τα χρήματα. άλλοτε* ~
άλλοτε δε.
[λόγ. < αρχ. μέν δέ `απ΄ τη μια απ΄ την άλλη΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεν, μόρ.,
- βλ. μηδέν.
[Λεξικό Κριαρά]
- μεναδούρα η.
-
- (Ναυτ.) ένα από τα λεγόμενα «σερνάμενα» ή «περνάμενα» σχοινιά του παλάγκου· χρησιμεύει είτε στο τέντωμα των πανιών του πλοίου (η σκότα) είτε στο μάζεμα (ο στίγκος):
- τσεντούρες και μεναδούρες διά τα ποπέζια (Καραβ. 50122).
[<βεν. menador]
- (Ναυτ.) ένα από τα λεγόμενα «σερνάμενα» ή «περνάμενα» σχοινιά του παλάγκου· χρησιμεύει είτε στο τέντωμα των πανιών του πλοίου (η σκότα) είτε στο μάζεμα (ο στίγκος):
[Λεξικό Κριαρά]
- μενάλιν το.
-
- (Ναυτ.) μεναδούρα (βλ. ά.):
- μενάλια των φρασκονίων (Καραβ. 4936).
[<βεν. menal]
- (Ναυτ.) μεναδούρα (βλ. ά.):
[Λεξικό Κριαρά]
- μενδάλια η,
- βλ. μεντάλια.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μένεα τα [ménea] Ο : (λόγ.) μόνο στη ΦΡ πνέω ~, είμαι πολύ οργισμένος.
[λόγ. < αρχ. πληθ. του μένος στη φρ. μένεα πνείοντες (= πνέοντες) `ξεφυσώντας τη λύσσα για μάχη΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μενεξεδένιος -α -ο [menekseδénos] Ε4 : που έχει σχέση με το μενεξέ: Mενεξεδένιο χρώμα, το μενεξελί.
[μενεξεδ- (μενεξές) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μενεξεδής -ιά -ί [menekseδís] Ε8 & μενεξεδί [menekseδí] Ε (άκλ.) : που έχει μοβ χρώμα· μενεξελής: ~ χιτώνας. Mενεξεδί φουστάνι. Mενεξεδί μπλούζα. || (ως ουσ.) το μενεξεδί, το μενεξεδί χρώμα.
[μενεξεδ- (μενεξές) -ής· μενεξεδ- (μενεξές) -ί 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μενεξελής -ιά -ί [menekselís] Ε8 & μενεξελί [menekselí] Ε (άκλ.) : που έχει μοβ χρώμα· μενεξεδής: ~ πέπλος. Mενεξελί φόρεμα / μαντίλι. || (ως ουσ.) το μενεξελί, το μενεξελί χρώμα.
[μενεξέ(ς) -λής· μενεξελ(ής) -ί 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μενεξές ο [meneksés] Ο13 : ποώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά άνθη μοβ χρώματος, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε ένα βλαστό· γιούλι: Γλάστρα με μενεξέδες. || το άνθος του μενεξέ: Άρωμα μενεξέ. Mπουκέτο με μενεξέδες.
[τουρκ. menekşe (από τα περσ.) -ς]