Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεμψιμοιρώ [mempsimiró] Ρ10.9α : εκδηλώνω δυσφορία συνήθ. για ασήμαντη αφορμή: Mεμψιμοιρεί συνεχώς· ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος.
[λόγ. < ελνστ. μεμψιμοιρῶ]