Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεμιάς [memnás] επίρρ. τροπ. : 1. ξαφνικά: ~ πετάχτηκε όρθιος. Όλα σβήστηκαν ~ από το μυαλό του. 2. με μια κίνηση: Έσβησε όλα τα κεριά ~.
[μσν. μεμιάς < φρ. με μια με ανάπτ. -ς αναλ. προς την αρχ. φρ. διά μιᾶς (γνώμης) `με μία γνώμη΄]