Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεμιάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεμιάς [memnás] επίρρ. τροπ. : 1. ξαφνικά: ~ πετάχτηκε όρθιος. Όλα σβήστηκαν ~ από το μυαλό του. 2. με μια κίνηση: Έσβησε όλα τα κεριά ~.

[μσν. μεμιάς < φρ. με μια με ανάπτ. αναλ. προς την αρχ. φρ. διά μιᾶς (γνώμης) `με μία γνώμη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες