Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελόδραμα το [melóδrama] Ο49 : δραματικό θεατρικό έργο που συνοδεύεται από μουσική και χαρακτηρίζεται από συσσώρευση βίαιων ή παθητικών επεισοδίων και από πολύπλοκες ή απρόβλεπτες εξελίξεις, έτσι ώστε να προκαλεί έντονη συγκίνηση· όπερα: Iταλικό ~. Θίασος / παράσταση μελοδράματος. || (επέκτ.) για αντίστοιχη ανθρώπινη συμπεριφορά.
[λόγ. < γαλλ. mélodrame < mélo- = μελο- + drame < αρχ. δρᾶμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελοδραματικός -ή -ό [meloδramatikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το μελόδραμα: ~ θίασος. Mελοδραματικό ρεπερτόριο. 2. για ανθρώπινη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από στοιχεία που προσιδιάζουν στο μελόδραμα: ~ τόνος ομιλίας. Mελοδραματικές εκφράσεις / κινήσεις. Πήρε ένα μελοδραματικό ύφος και άρχισε να μας εξιστορεί τα γεγονότα.
μελοδραματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. mélodramatique < mélodram(e) = μελόδραμα (-at- κατά το dramatique = δραματικός) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελοδραματισμός ο [meloδramatizmós] Ο17 : ανθρώπινη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπερβολή όσον αφορά την εκδήλωση διάφορων αισθημάτων ή συναισθημάτων: Άσε τους μελοδραματισμούς και σκέψου λογικά.
[λόγ. μελοδραματ(ικός) -ισμός]