Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελωδία η [meloδía] Ο25 : 1α. διαδοχή φθόγγων με διαφορετικό ύψος και διαφορετική συνήθ. αξία που εκφράζουν ένα μουσικό νόημα: Ρυθμός, αρμονία και ~ είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της μουσικής. β. μια τέτοια σειρά φθόγγων που έχει ευχάριστο άκουσμα. 2. μουσική σύνθεση συνήθ. με βασικό χαρακτηριστικό τη μελωδία: Παίζει στο πιάνο παλιές / γνωστές μελωδίες.
[λόγ. < αρχ. μελῳδία `χορωδιακό άσμα΄ σημδ. γαλλ. mélodie (στη νέα σημ.) < αρχ. μελῳδία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελωδία η· μελωδιά.
-
- 1) Γλυκό τραγούδι· ψαλμωδία:
- η … μελωδιά λαβώνει την καρδίαν (Διγ. A 1691)·
- μελωδιά αγγέλων (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 147).
- 2)
- α) Μουσική τέχνη· μουσική σύνθεση:
- έμπειρος μελωδίας (Βίος Αλ. 2255)·
- οι ψάλται … δύνανται γράφειν τας μελωδίας των Αγαρηνών (Ιστ. πολιτ. 517‑8)·
- β) αρμονία, ρυθμός:
- να μου δώσουσιν εμέναν την κιθάραν …, να δεις …, την μελωδίαν ωσάν πρέπει (Απολλών. 221).
- α) Μουσική τέχνη· μουσική σύνθεση:
- 3) (Συνεκδ.) μουσικό όργανο:
- ταμπούρλα, βούκινα και άλλην μελωδία (Αχέλ. 1467).
[αρχ. ουσ. μελωδία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γλυκό τραγούδι· ψαλμωδία: