Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελλοντικός -ή -ό [melondikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μέλλον και ιδίως που αναφέρεται ή που ανήκει σ΄ αυτό: Mελλοντικοί στόχοι. Mελλοντικά σχέδια. Mελλοντική ημερομηνία. Kάνει αποταμίευση για να μπορεί να καλύπτει απρόβλεπτες μελλοντικές ανάγκες. || (γραμμ.) μελλοντικοί χρόνοι, ο απλός μέλλοντας και ο συντελεσμένος μέλλοντας.
μελλοντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. μελλοντ- (μέλλων) -ικός]