Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελιτζάνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελιτζάνα η [melidzána] Ο25α : 1. σαρκώδης καρπός που εξωτερικά έχει σκούρο μοβ χρώμα, περίπου κυλινδρικό ή σφαιρικό σχήμα και τρώγεται ως λαχανικό: Kαθαρίζω / μαγειρεύω μελιτζάνες. Mελιτζάνες τηγανητές / ιμάμ / παπουτσάκια. Άνθρωπος με μύτη σαν ~, μεγάλη και κοκκινωπή στην άκρη. || το φυτό που βγάζει τις μελιτζάνες: Kαλλιεργώ μελιτζάνες. 2. (προφ.) μελιτζανοσαλάτα: Γκαρσόν, φέρε μας ακόμη δύο πατάτες και μία ~. μελιτζανάκι το YΠΟKΟΡ μικρή και συνήθ. άγουρη μελιτζάνα: ~ τουρσί / γλυκό.

[μσν. μελιντζάνα < αραβ. bādinğan (από τα περσ.) με επίδρ. του ιταλ. τ. melanzana]

[Λεξικό Κριαρά]
μελιτζάνα η· μελιντζάνα.
  • Μελιτζάνα:
    • (Κρασοπ. V 80 (έκδ. ‑τσάνα)).
  • Ως προσωποπ.:
    • (Πωρικ. I 108).

[<ουσ. *μαντζιτζάνα (πβ. τ. μανζιζάνα και ματζιζάνα στο Du Cange, λ. μαζιζάνιον) <ουσ. μαντζιτζάνιν, με επίδρ. πιθ. του ουσ. μέλι ή του ιταλ. melongiana (ιδιωμ.) - melanzana (DEI, στη λ.· πβ. αυτ. και τους διαλεκτ. τ. melingiano και melinzanu). Ο τ. (Somav.) και η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες