Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελισσοφάγος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελισσοφάγος ο [melisofáγos] Ο18 : είδος πουλιού· μελισσουργός1.

[μσν. μελισσοφάγος < μελισσο- + -φάγος]

[Λεξικό Κριαρά]
μελισσοφάγος, επίθ.
  • Που τρώει μελίσσια:
    • Μελισσοφάγα (ενν. η άρκος) (Διήγ. παιδ. 844).

[<ουσ. μέλισσα + ‑φάγος. Η λ. το 12. αι. και σήμ. στο αρσ. ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες