Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελισσοκομικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελισσοκομικός -ή -ό [melisokomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μελισσοκομία ή με το μελισσοκόμο· μελισσοτροφικός: Mελισσοκομικά προϊόντα. ~ συνεταιρισμός. || (ως ουσ.) η μελισσοκομική, η μελισσοκομία.

[λόγ. μελισσοκόμ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες